- επιμηθεύομαι
- ἐπιμηθεύομαι (Μ) [επιμηθής]σκέφτομαι κάτι, κατανοώ τη σημασία του όταν είναι πια αργά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιμηθευσάμενος — ἐπιμηθεύομαι think of afterwards aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμηθεύεσθαι — ἐπιμηθεύομαι think of afterwards pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμηθούμαι — ἐπιμηθοῦμαι, έομαι (Μ) επιμηθεύομαι … Dictionary of Greek